Ιταλίδα

From LSJ
Revision as of 14:57, 14 April 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ Ἰταλίς) Ιταλός
θηλ. του Ιταλός
αρχ.
1. η Ιταλία
2. η περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι αγώνες που ονομάζονταν «Ιταλικά».