Μ μ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
μῦ, τό, Ion. A μῶ Democr.19: indecl., thirteenth (later twelfth) letter of the Gr. alphabet: as numeral μ = 40, but μ' = 40,000.—In Inscrr. M stands for μύριοι or μυριάς: hence <*> for πεντακισμύριοι or πέντε μυριάδες, 50,000.
German (Pape)
[Seite 77] u. ion. μῶ, Eust. 370, 16, der zwölfte Buchstabe des griechischen Alphabets, als Zahlzeichen μ = 40 u., μ = 40000. In den Inscr. ist Μ Zahlzeichen für μύριοι, = 10000, u. = 50000. – Es steht in genauem Zusammenhange mit den Lippenbuchstaben u. wird mit π verwechselt, ὄππα, πέδα, äolisch = ὄμμα, μετά, vgl. Greg. Cor. 282. 580. 661 u. Schäfer, u. geht vor den anderen Liquidis in β über, wie aus μολεῖν – βλώσκω wird, βεμβράς äol. für μεμβράς steht u. μορτ mort, od. μροτ in βροτός sich gestaltet. Auch mit ν wechselt es, vgl. μιν u. νιν od. μή, μῶν mit ne, num. – Als Liquida wird es in der Mitte des Wortes leicht verdoppelt, wie ἄμμες, ὔμμες, ἐμμί, bes. äolisch für ἡμεῖς, ὑμεῖς, εἰμί, vgl. auch ἔμμορε. – Am Anfang der Wurzeln fällt es nicht selten fort, vgl. ἴα u. μία, ὄσχος u. μόσχος, ὀχλεύς u. μοχλεύς, Ἄρης u. Mars, s. Buttm. Lexil. I p. 195 u. Lob. Phryn. 356. – Euphonischer Zusatz in der Mitte des Wortes ist es in πίμπλημι, πίμπρημι, ὄμβριμος für ὄβριμος, vgl. τύμπανον u. τύπανον, κύμβη u. κύβη, ἀρύμβας u. ἀρύβας, vgl. Lob. zu Phryn. 95 ff. 428.
Greek (Liddell-Scott)
Μ μ: μ, μῦ, τό, Ἰων. μῶ Δημόκρ. παρ’ Εὐστ. 370. 13· - ἄκλιτ., τὸ δωδέκατον γράμμα τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου: ὡς ἀριθμ., μ΄ = 40, ἀλλὰ ͵μ = 40,000. Ἐν Ἐπιγραφαῖς τὸ μ σημαίνει μύριοι ἢ μυριάς, ὡς τὸ Π πέντε· διὸ ? = πεντακισμύριοι ἤτοι πέντε μυριάδες, 50,000. - Περὶ τοῦ γράμματος Μ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων τῶν Μεσσηνίων ἴδε ἐν ἄρθρῳ Α. Ι. μ εἶναι τὸ χειλεόφωνον ὑγρὸν τὸ ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ β· - ἐν ἁπάσαις ταῖς Ἰνδοευρωπαϊκαῖς γλώσσαις τὸ μ διαμένει ἀμετάβλητον. ΙΙ. Διαλεκτικαὶ καὶ ἄλλαι μεταβολαί: 1) Αἰολ. καὶ Λακων. εἰς π, ὡς ὄππα πεδά, ἀντὶ ὄμμα μετά, μόλυβος, Λατ. plumb-um, Γρηγ. Κορ. σ. 282, 580, 661, Ahrens D. Aeol. σελ. 45. 2) εἰς β, ὡς μεμβράς, βεμβράς· βροτός, Αἰολ. μορτὸς (ἴδε ἄμβροτος ἐν τέλ.), καὶ ἀβροτάξομεν ἀντὶ ἀμροτάξομεν (ἐκ τοῦ ἁμαρτάνω)· μολεῖν ἀόρ. τοῦ βλώσκω· μαλακὸς καὶ βλάξ, βληχρός. 3) εἰς ν, ὡς μιν, Ἀττ. καὶ Δωρ. νιν· μὴ μῶν, Λατ. ne num· Buttm. Δημ. κ. Μειδ. σ. 145 - ἀλλὰ τὸ μ ἀντικαθιστᾷ τὸ ν ἐν ταῖς προθέσεσιν ἐν, σὺν πρὸ χειλεοφώνων ἐν συνθέσει, οἷον ἐμβαίνω, ἐμμένω· καὶ ἐν Ἐπιγραφ. εὑρίσκομεν τὸν αὐτὸν κανόνα ἰσχύοντα καὶ ὅταν ἡ ἑπομένη λέξις ἄρχηται ἀπὸ χειλεοφώνου, ὡς τῶμ πρεσβευτῶν· - ὁμοίως, τὸ μ παρεμβάλλεται πρὸ χειλεοφώνων ἐν τῷ μέσῳ λέξεως, ἴδε κατωτ. 5. β. 4) τὸ μ διπλασιάζεται, α) ποιητ. μετὰ τὰ ἀ- καὶ ἐυ- ἐν συνθέσει, ὡς ἄμμορος, ἐϋμμελίης, φιλομμειδής· καὶ μετὰ τὴν αὔξησιν, ὡς ἔμμορα. β) Αἰολ. ὡς ἄμμες ὕμμες ἔμμα ἐμμί, ἀντὶ ἡμεῖς ὑμεῖς εἶμα εἰμί, ὅτε τὸ πρὸ αὐτοῦ φωνῆεν ἢ ἡ δίφθογγος βραχύνεται, Γρηγ. Κορ. σ. 597· - ἄμμες καὶ ὕμμες ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. καὶ Ἐπικ. 5) τὸ μ συχνάκις προστίθεται ἢ ἐκκρούεται κατὰ τὰς διαφόρους διαλέκτους, α) ἐν ἀρχῇ λέξεως ὡς ἴα μία, ὀνθυλεύω μονθυλεύω, ὄσχος μόσχος, ὀχλεὺς μοχλεύς, πρβλ. Buttm. Lexilog. ἐν λέξ. οὐλαὶ 4, Λοβεκ. Φρύν. 356· - ἀλλ’ ἔν τισι τῶν παραδειγμάτων τούτων τὸ μ παριστάνει ϝ ἢ τὸ Λατ. v, μαλλὸς villus vellus, καὶ ἴσως μύλη mola ἐκ τῆς √ ϝΑΛ, ἀλέω, ἀλετρεύω· ἴδε Curt. Gr. Et. σελ. 577 ἑξ. β) ἐν μέσῳ λέξεως χάριν εὐφωνίας ὡς ὄμβριμος ὄβριμος, λαμβάνω λαβεῖν, κύμβη κύβη, ἀρύμβας ἀρύβας, τύμπανον τύπανον, κτλ., μάλιστα μετὰ ἀναδιπλασιασμόν, ὡς πίμπλημι ἀντὶ πιπ-, κτλ.· μετὰ τὸ στερητ. ἀ- ὡς ἄμβροτος, ἀμφασία ἀντὶ ἄβροτος, ἀφασία· καὶ ἐν συνθέτοις, ὡς φθισίμβροτος, ἀλεξίμβροτος, κτλ.· καὶ Ἐπίρρ. ῥίμφα, ἀντὶ ῥίφα (ἐκ τοῦ ῥήμ. ῥίπτω)· Λοβεκ. Φρύν. 95 ἑξ., 428. 6) πρὸ τοῦ μ ἐνίοτε προτίθεται α ἢ ο εὐφων., ὡς μέλγω ἀμέλγω, μέργω ἀμέργω, μέρδω ἀμέρδω, μόργνυμι ὀμόργνυμι, μίχω (Λατ. mingo) ὀμιχέω, κτλ.· καθὼς τὸ ι φαίνεται εὐφωνικὸν ἐν τοῖς μάσθλη ἱμάσθλη, μείρομαι ἱμείρομαι. 7) περὶ τοῦ σ προτασσομένου πρὸ τοῦ μ, ἴδε ἐν ἄρθρῳ Σσ ΙΙ. 8) φωνῆέν τι ἐνίοτε μηκύνεται πρὸ τοῦ μ, ὡς Ἱππōμέδοντος, Αἰσχύλ. Θήβ. 488.
French (Bailly abrégé)
μ, μῦ (τό) :
indécl.
mu :
12ᵉ lettre de l’alphabet grec;
comme chiffre, μʹ = 40 - ͵μ et postér. Μ = 40 000;
majuscule et surmontée de Θ, ΘM = 90 000;
majuscule avec o en haut à droite, M° signifie μονάς;
dans les inscriptions, M = 10 000 (μύριοι) ou 1 mine (μνᾶ).