καταγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωνίζομαι Medium diacritics: καταγωνίζομαι Low diacritics: καταγωνίζομαι Capitals: ΚΑΤΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katagōnízomai Transliteration B: katagōnizomai Transliteration C: katagonizomai Beta Code: katagwni/zomai

English (LSJ)

A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid.122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.Symp.19. 2 contend against, τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6. II win by a struggle, βασιλείας Ep.Hebr.11.33.

German (Pape)

[Seite 1344] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγωνίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.

French (Bailly abrégé)

f. καταγωνίσομαι, att. καταγωνιοῦμαι;
1 lutter contre;
2 vaincre dans un combat.
Étymologie: κατά, ἀγωνίζομαι.

English (Strong)

from κατά and ἀγωνίζομαι; to struggle against, i.e. (by implication) to overcome: subdue.

English (Thayer)

deponent middle; 1st aorist κατηγωνισαμην;
1. to struggle against (Polybius 2,42, 3, etc.).
2. to overcome (cf. German niederkämpfen): Polybius, Josephus, Lucian, Plutarch, Aelian)

Greek Monolingual

καταγωνίζομαι (Α)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῦν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῦ ψεύδους ταττομένων», Πολ.)
3. νικώ κάποιον
4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).

Greek Monotonic

κατᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον, υπερισχύω έναντι, κατακτώ, νικώ, σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγωνίζομαι: (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)
1) вести борьбу, бороться (τινα и τι Polyb.);
2) одолевать, побеждать (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.

Middle Liddell

fut. attic ιοῦμαι
Dep. to struggle against, prevail against, conquer, Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.

Chinese

原文音譯:katagwn⋯zomai 卡特-阿哥你索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-競爭
字義溯源:努力對抗,勝過,制伏,擊敗,征服;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=按照)與(ἀγωνίζομαι)=努力)組成;其中 (ἀγωνίζομαι)出自(ἀγών)=聚集,競賽),而 (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 制伏了(1) 來11:33