πεντάχορδος

From LSJ
Revision as of 17:43, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰχορδος Medium diacritics: πεντάχορδος Low diacritics: πεντάχορδος Capitals: ΠΕΝΤΑΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: pentáchordos Transliteration B: pentachordos Transliteration C: pentachordos Beta Code: penta/xordos

English (LSJ)

ον, A five-stringed, (μάγαδις) Ath.14.637a : -χορδον, τό, a five-stringed instrument, Poll.4.60; π. συστήματα scales of five notes, Theo Sm.p.49 H.

German (Pape)

[Seite 557] fünfsaitig, Ath. XIV, 637 a.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάχορδος: -ον, ὁ ἔχων πέντε χορδάς, Ἀθήν. 637Α, Πολυδ. Δ΄, 60.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάχορδος, -ον, ΝΜΑ
1. (για μουσικά όργανα) αυτός που έχει πέντε χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάχορδο
αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο σκυθικής προέλευσης με πέντε χορδές το οποίο παιζόταν με πλήκτρο
3. φρ. «πεντάχορδο μουσικό σύστημα» ή, απλώς, «πεντάχορδο» — σύστημα πέντε φθόγγων, βασισμένο στο σύμφωνο διάστημα της πέμπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. εξά-χορδος].