ἐριώδης

Revision as of 17:45, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

ες, Ion. εἰρι-, A like wool, woolly, Hp.Art.49, Arist.HA630a30, Thphr.HP3.7.4; κιρσοί Orib.45.18.28.

German (Pape)

[Seite 1031] ες, wollartig, wollen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριώδης: -ες, (εἶδος) ἐρίῳ ὅμοιος, μαλλωτός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐριώδης, -ες, Α και ιων. εἰριώδης, -ες) έριον
1. ο γεμάτος μαλλιά, ο μαλλωτός
2. ο όμοιος με μαλλίτρίχα κάτωθεν ἐριώδη», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο εριώδης
γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας τών κηβιδών.

Russian (Dvoretsky)

ἐριώδης: подобный шерсти, шерстистый (ἡ βονάσου θρίξ Arst.).