λιτός
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
ή, όν, A simple, inexpensive, frugal, λιταὶ τράπεζαι Ps.-Phoc.81; οἱ λ. χυλοί Epicur.Ep.3p.63U.; λ. βίος Men.633, Crates Theb.10; τροφὴ λιτοτάτη Ath.5.191f; λιτὴ δίαιτα Plu.2.668f, cf. 125d, etc.; τὸ λ. τῆς διαίτης, κατὰ τὴν δίαιταν, Epicur.Fr.478, M.Ant.1.3; παρέξοδος (q.v.) -οτέρη Hp.Decent.8; λ. χλαμύδιον Men.442; τὰ ἱμάτια λ. καὶ σώφρονα Jul.Caes.317c; μίτρη λιτὴ στυππείου Michel832.17 (Samos, iv B. C.); ὑποκεφάλαια δύο ἡμιτυβίου λιτά ib.l.23; [ἀσπίδας] χαλκᾶς λιτὰς δύο, opp. περίχρυσος μία, IG22.1491.31 (iv B. C.); ἅλα λιτὸν ἐπέσθων frugal salt, Call.Epigr.48; λ. ὀξίς Nicostr.Com.9 (cj. for λοιπή) ; λ. ὕδωρ πίνων D.L.8.13; λ. χρίματα simple or plain unguents, Call. Lav.Pall.25; λ. ταφή Phld.Mort.30; λ. ζωμός thin (chicken-) broth, Gal.12.295; of medicines, ἡ διὰ κωδυῶν λιτή (sc. δύναμις) Crito ap. Gal.13.38; ἡ διὰ μόρων λιτή Archig. ap. eund.12.973; λ. ἔμπλαστροι Androm. ap. eund.13.495, cf. 486; χάρτης λιτός, as a cargo, perh. cheap or coarse papyrus, Cat.Cod.Astr.1.104.28. 2 of persons, poor, λ. γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει dub. in Dionys.Com.10 ( = Dionys.Trag.8); frugal, αὐτάρκεις καὶ λ. Plb.6.48.7; κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ σίτησιν ἀφελὴς καὶ λ. Id.11.10.3; λ. περὶ δίαιταν Plu.2.709b. Adv. -τῶς frugally, Sotad.Com.1.6, AP7.156 (Isid.); λ. βιοῦν D.L. 6.105; λ. καὶ σωφρόνως ζῆν Ephor.149 J.; λαμπρῶς ἢ λ. ἐξενεχθέντας Phld.l.c. II metaph., of style, plain, simple, unadorned, Arist. Rh.1416b25, D.H.Th.23, al. III paltry, petty, small, τάφος AP 7.73 (Gemin.), cf. 7.18 (Antip.Thess.); of persons, opp. μέγας, Call. Ap.10; πολισμάτια Plb.32.8.3. Adv. -τῶς slightly, ἡψημένα Artem. 1.70; λ. ἑφθά Diocl.Fr.141; dub. sens. in Alc.Oxy.1788 Fr.2.11. [ῑ, but ῐ late, λῐτὰ δεῖπνα Nonn.D.17.59.]
λῐτός (A), ή, όν, epithet of γαῖα, dub. sens. in Alex.Aet.1, Orph. A.92; λιτὴ χθών· ἀπὸ τοῦ προσκυνεῖσθαι καὶ λιτανεύεσθαι, Hsch.
λῐτός (B), ή, όν, A suppliant, supplicatory, θυσίαι Pi.O.6.78; ἐπαοιδαί Id.P.4.217.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτός: -ή, -όν, (ἴδε λίς, ἡ) ἁπλοῦς, λεῖος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς πράγματα κατειργασμένα ἢ κεντητά, λιτὸν χλαμύδιον Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2· πρβλ. λίς· - ὅθεν, ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. simplex ἢ tenuis, ἁπλοῦς, ἀπέριττος, ἀκαλλώπιστος, ἐπὶ ὕφους, Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 2, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, ἀλ.· συχνάκις ἐπὶ διαίτης ἢ τρόπου τοῦ βίου, ἁπλοῦς, ἀπέριττος, λιτός, λιταὶ τράπεζαι Ψευδο-Φωκυλ. 76· οἱ λ. χυλοὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 130· λ. βίος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 93· τροφὴ λιτοτάτη Ἀθήν. 191F· λιτὴ δίαιτα Πλούτ. 2. 668F, πρβλ. 125D. κτλ.· τὸ λιτόν, λιτότης, Μ. Ἀντων. 1. 3· - καὶ ἐπὶ προσώπων, λ. γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει Διον. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5· λ. καὶ αὐτάρκης Πολύβ. 6. 48, 7· κατὰ τὴν σίτησιν ὁ αὐτ. 11. 10, 3· λ. περὶ δίαιταν Πλούτ. 2. 709Β· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. μετὰ λιτότητος, ἀπερίττως, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 6, Ἀνθ. Π. 7. 156· λ. βιοῦν Διογ. Λ. 6. 105. 2) μικρός, ὀλίγος, ὀλίγους ἄξιος, ὀλιγοδάπανος, τάφος Ἀνθ. Π. 7. 73, πρβλ. 7. 18, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ- 25· ἐπὶ προσώπων, ἀντίθετ. τῷ μέγας, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 10· πολισμάτιον Πολύβ. 32. 23, 3· - ἐπίρρ. λιτῶς, λ. ἡψημένα Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἡ λέξ. δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ. [Ἂν καὶ τὸ ι εἶναι μακρὸν (ὅθεν ἐνίοτε φέρεται λειτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 2258. 8, Φώτ.], ὅμως μεταγεν. ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ ὡς βραχύ, π.χ. λῐτὰ δεῖπνα Νόνν. Δ. 17. 59· τὸ τοῦ Ἀλεξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 296D, Ὀρφ. Ἀργ. 92, λῐτὴ γαῖα, κοινῶς ἑρμηνεύεται, ἀκαλλιέργητος γῆ.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 simple, sans apprêts : λιτὴ δίαιτα PLUT régime simple ; λιτὸς περὶ δίαιταν PLUT simple dans sa nourriture, son régime ; τὸ λιτόν, la simplicité, la frugalité ; en parl. du style simple, sans élévation;
2 pauvre, chétif, faible, petit.
Étymologie: λίς² ; cf. λεῖος.
English (Slater)
λῐτός
a supplicatory, of supplication λιταῖς θυσίαις (O. 6.78) λιτάς τ' ἐπαοιδὰς (P. 4.217)
b supplicated Ἀὼς λιτά (τὴν εὐκταίαν καὶ πολύλιστον expl. Eustath.) fr. 21.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (AM λιτός, -ή, -όν)
1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.)
2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν)
η λιτότητα
μσν.
άθλιος, εξαθλιωμένος
μσν.-αρχ.
συνήθης, κοινός
αρχ.
1. μικρός, ασήμαντος («εἰς ὀλίγα καὶ λιτὰ πολισμάτια», Πολ.)
2. (για ύφασμα) λείος, απλός, ευτελής («ἱμάτια λιτά», Ιούλ. Καίσ.)
3. (για τη γη) ακαλλιέργητη («λιτὴ γαῖα», Ορφ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «λιτὴ χθών
ἀπὸ τοῦ προσκυνεῖσθαι καὶ λιτανεύεσθαι».
επίρρ...
λιτά και λιτώς (AM λιτῶς)
με λιτότητα, απλά, απέριττα
αρχ.
ελαφρώς, μετρίως, λίγο («λιτῶς ἡψημένα», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ- (πρβλ. λῑτ-α, αιτ. του λίς ) + κατάλ. -[i]ος].
(II)
λιτός, -ή, -όν (Α)
παρακλητικός, ικετευτικός («ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτ- του ίσσομαι].
Greek Monotonic
λῐτός: -ή, -όν (λίτομαι), λιτανευτικός, ικετευτικός, σε Πίνδ.
• λῐτός: -ή, -όν (βλ. λίς, ἡ)·
1. λείος, απλός· λέγεται για το ύφος, απλό, απέριττο, ακαλλώπιστο, σε Αριστ.· λέγεται για πρόσωπα, απλός, λιτός, σε Πολύβ.· επίρρ., λιτῶς, σε Ανθ.
2. ασήμαντος, ανάξιος, τιποτένιος, μηδαμινός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λῑτός:
1) простой, гладкий (χλαμύδιον Men.);
2) простой, неприхотливый (δίαιτα Plut.): λ. κατὰ τὴν σίτησιν Polyb. и περὶ δίαιταν Plut. невзыскательный в пище;
3) рит. простой, незатейливый (λόγος Arst.);
4) скромный, простой, бедный (τάφος Anth.; πολισμάτιον Polyb.).
Middle Liddell
λῑτός, ή, όν [v. λίς2]
1. smooth, plain: of style, simple, unadorned, Arist.: of persons, simple, frugal, Polyb.: adv. λιτῶς, Anth.
2. paltry, petty, Anth.
λῐτός, ή, όν λίτομαι
suppliant, supplicatory, Pind.