προφύλαξ

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφύλαξ Medium diacritics: προφύλαξ Low diacritics: προφύλαξ Capitals: ΠΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: prophýlax Transliteration B: prophylax Transliteration C: profylaks Beta Code: profu/lac

English (LSJ)

-ακος, ὁ, advanced guard; οἱ π., = αἱ προφυλακαί, Th. 3.112, X. An. 2.4.15, etc.
officer on guard, Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. Cat. 22. epithet of Apollo, IG 12(7).419.

German (Pape)

[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.

Greek (Liddell-Scott)

προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
garde d’avant-poste, vedette.
Étymologie: πρό, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ φύλαξ, -ακος]
1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ.
β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.)
αρχ.
1. αξιωματικός φρουράς
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.)
3. στον πληθ. οἱ προφύλακες
οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.

Greek Monotonic

προφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ передовой пост Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost.

Middle Liddell

προφῠ́λαξ, ακος,
an advanced guard: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.]