συνταξιδιώτισσα
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
Greek Monolingual
συνταξιδιώτης, ο, θηλ. συνταξιδιώτις, -ιδος, και συνταξιδιώτισσα, Ν
σύντροφος σε ταξίδι με το ίδιο μέσο μεταφοράς.