βέλτερος

From LSJ
Revision as of 09:20, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέλτερος Medium diacritics: βέλτερος Low diacritics: βέλτερος Capitals: ΒΕΛΤΕΡΟΣ
Transliteration A: bélteros Transliteration B: belteros Transliteration C: velteros Beta Code: be/lteros

English (LSJ)

α, ον, A = βελτίων, poet. Comp. of ἀγαθός, better, more excellent, Hom. only in neut., βέλτερόν [ἐστι] it is better, c. inf., Il.15.511, 21.485: c. dat. pers. et inf., Od.17.18; βέλτερον εἰ6.282, cf. Thgn.92, A.Th.337, etc.: Sup. βέλτατος, η, ον, Id.Eu.487, Supp. 1054.

German (Pape)

[Seite 441] p. = βελτίων, Hom. Odyss. 6, 282. 17, 18 (v. l. βέλτιον) Iliad. 14, 81. 15, 511. 18, 302. 21, 485. 22; 129. 23, 605 (v. l. δεύτερον), überall in der Form βέλτερον neutr.; – Hesiod. Op. 365 βέλτερον neutr.; Aeschyl. Suppl. 1070; Sept. 337 βέλτερα; Theogn. 92 und Pseudo-Phocylid. 130 = 122 mascul. βέλτερος. – Aeschyl. hat auch einen superlat. βέλτατος, Eumenid. 487 βέλτατα, Suppl. 1055 βέλτατον.

Greek (Liddell-Scott)

βέλτερος: -α, -ον, = βελτίων, ποιητ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός, καλλίτερος, ἐξοχώτερος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδέτερον, βέλτερόν [ἐστι], εἶναι καλλίτερον (ἀπροσώπως) μετ’ ἀπαρεμφ., Ἰλ. Ο. 511, Φ. 485· μ. δοτ. προσ. καί ἀπαρ., Ὀδ. Ρ. 18· βέλτερον εἰ … Ζ. 282· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 91, Αἰσχύλ. Θήβ. 337, κτλ. - Ἐντεῦθεν σπάνιόν τι ὑπερθ. βέλτατος, η, ον, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 487, Ἱκέτ. 1055.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. poét. de ἀγαθός, meilleur ; βέλτερόν (ἐστι) avec l’inf. IL, OD il est mieux de ; βέλτερον εἰ OD (elle a) mieux fait de.
Étymologie: cf. βελτίων.

English (Autenrieth)

better, only neut. sing., βέλτερον (ἐστί), foll. by inf., βέλτερον εἰ, Od. 6.282.

Spanish (DGE)

-α, -ον
compar. de ἀγαθός q.u. mejor frec. neutr., c. o sin ἐστι e inf. es mejor, es preferible βέλτερόν ἐστι ... θῆρας ἐναιρεῖν ... ἢ κρείσσοσιν ... μάχεσθαι mejor es matar fieras que enfrentarse a hombres más fuertes, Il.21.485, cf. Od.17.18, βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ... ἠὲ βιῶναι es mejor morir que seguir viviendo, Il.15.511, cf. h.Merc.170, A.R.4.1255, Q.S.9.524, 10.44
c.or. de inf. como primer término de la comparación τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν ἤ περ Ἀχαιούς es mejor que alguno de ellos participe, que no los aqueos, Il.18.302
c. or. de rel. βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ, κακὸν ἠὲ ἀλώῃ es preferible que el que huye escape al mal, a que sea cogido, Il.14.81, no neutro ἐχθρὸς β. ἢ φίλος ὤν siendo mejor enemigo que amigo Theogn.92
c. gen. como segundo término de la compar. βέλτερα τῶνδε πράσσειν A.Th.337, cf. Supp.1069, β. ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνήρ Ps.Phoc.130
c. inf. pero sin segundo término de la compar. βέλτερον ... ἔριδι ξυνελαυνέμεν ὅττι τάχιστα Il.22.129, οἴκοι βέλτερον εἶναι, ἐπεὶ βλαβερὸν τὸ θύρηφιν Hes.Op.365, h.Merc.36, cf. A.R.2.338, βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν ἄλλοθεν mejor si ella yendo fuera encontró marido en otro sitio, Od.6.282, cf. A.R.1.254, v. tb. βελτίων.
• Etimología: Rel. ai. bála- ‘fuerza’, lat. dēbilis, aesl. bolĭjĭ, etc. c. un suf. -teros de compar.

Greek Monolingual

βέλτερος, -α, -ον (ποιητ.) (Α)
συγκρ. του αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν όλους με το βούλομαι. Τη σύνδεση όμως αυτή εμποδίζει το αρχικά β-, το οποίο ούτε ως αιολικό ερμηνεύεται, εξαιτίας της μεγάλης του διαδόσεως, ούτε σε χειλοϋπερωικό μπορεί να αναχθεί, όπως συμβαίνει στο βούλομαι (< ινδοευρ. gwel-, gwol-). Υποστηρίχτηκε εξάλλου η ύπαρξη ενός τ. βελτός «ποθητός», ο οποίος προσέλαβε αργότερα συγκριτική σημασία «προτιμότερος, καλύτερος», πράγμα που οδήγησε και στον μορφολογικό σχηματισμό του συγκριτικού με τους τύπους βέλτερος και βελτίων και στη συνέχεια του υπερθετικού βέλτατος και βέλτιστος. Τέλος, όλοι αυτοί οι τ. ανάγονται πιθ. σε ρίζα bel- «δυνατός» και συνδέονται με αρχ. ινδ. balam «δύναμη», λατ. dēbilis «αδύνατος» κ.ά. Στην περίπτωση αυτή ο τ. βελτίων προήλθε από θ. βελτ-, που με τη σειρά του θα έχει προέλθει από λανθασμένη τμήση του τ. βέλτερος. Ο τ. βέλτερος απαντά στον Όμηρο στο ουδ. βέλτερον (ἐστι)... καθώς και στους μεταγενέστερους ποιητές (Θέογνι, Αισχύλο κ.ά.), ενώ οι τ. βελτίων, βέλτιστος είναι άγνωστοι στον Όμηρο και συνήθεις στην Ιωνική-Αττική].

Greek Monotonic

βέλτερος: -α, -ον, ποιητ. συγκρ. του ἀγαθός, καλύτερος, περισσότερο διαπρεπής· βέλτερόν (ἐστι), είναι καλύτερο (απρόσωπη έκφραση που συντάσσεται με απαρ.)· με απαρ. και δοτ. προσωπική, σε Όμηρ., Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· από όπου, υπερθ. βέλτατος, , -ον, στον ίδ. (πιθ. από την ίδια ρίζα με το βούλομαι).

Russian (Dvoretsky)

βέλτερος: Hom., Aesch. = βελτίων.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: better, the best (Il.)
Other forms: βελτίων (posthom.); superlative βέλτατος (A.), βέλτιστος (Att.)
Dialectal forms: Dor. (Theoc.) βέντιστος (λτ > ντ)
Derivatives: From βελτίων : βελτιόω (Ph.). - On ἀβέλτεροςs.s.v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [96] *bel- strong.
Etymology: Mostly connected with Skt. bálam n. force, Lat. dē-bilis without power, OCS boljьjь bigger etc. But the formation is unclear, notably the -τ-. Seiler Steigerungsformen 91ff. assumes a *βελτός desired > better (but hardly to βούλομαι because of the β-, but cf. Cret. δέλτον ἀγαθόν Phot.). On bálam etc. see however the discussion in Mayrhofer EWAia 2, 215

Middle Liddell

[Prob. from same Root as βούλομαι.] poet. comp. and superl. of ἀγαθός
better, more excellent, βέλτερόν [ἐστι] it is better, c. inf., Hom.; in Theogn., Aesch., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βέλτερος -α -ον (alleen n.) poët. voor βελτίων.

Frisk Etymology German

βέλτερος: (Hom., poet.), βελτίων (nachhom.),
{bélteros}
Forms: Superlativ βέλτατος (A.), βέλτιστος (att. usw.), dor. (Theok.) βέντιστος (λτ > ντ)
Meaning: besser, der beste.
Derivative: Von βελτίων : βελτιόιης Überlegenheit (Sch.) und das Denominativum βελτιόω (Ph., Plu. usw.) mit βελτίωσις (Ph., Plu. u. a.); außerdem mit doppelter Steigerung βελτιώτ<ερ>ς (Telesill. 6; nicht ganz sicher). — Über ἀβέλτερος s. bes.
Etymology : Gegen die Anknüpfung an βούλομαι (Lit. bei Persson Beiträge 210 A. 1; zuletzt Seiler Steigerungsformen 91ff.) spricht vor allem das durchgehende β-, das wegen seiner Verbreitung nicht gut äolisch sein kann und sich auch schwerlich durch Assoziation mit βούλομαι erklären läßt. Beachtung verdient immerhin kret. δέλτον· ἀγαθόν (Phot.). — Deshalb wohl doch besser mit Ahrens KZ 8, 358f., Osthoff IF 6, 1ff. zu aind. bálam n. Kraft, lat. -bilis kraftlos, aksl. boljьjь größer usw. (aber nicht mit Pisani Ist. Lomb. 76 : 2, 23 toch. A empele stark, gewaltig). Die Hauptschwierigkeit liegt aber in der Bildung, wobei namentlich das -τ- unklar ist. Hypothese bei Seiler l. c. (wo auch Lit.): ein begrifflich komparatives *βελτός erwünscht > vorgezogen, besser wurde auch formal, einerseits zu βέλτερος (βέλτατος), anderseits zu βελτίων (βέλτιστος), gesteigert.
Page 1,232