διχίτων
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A with two coats, ἀρτηρίαι Gal.4.728:—also δῐχίτωνος, ον, Id.19.366.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχίτων: [χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ δύο χιτῶνας ἔχων ἢ φέρων, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ωνος
• Alolema(s): δικίθων PHaun.27.7 (II d.C.)
1 medic. de doble tejido o membrana ἀρτηρίαι Gal.4.728.
2 de ropas de doble capa, forrado πὴν δικίθωνα{ν} λευκήν PHaun.l.c. (pero quizá l. δικιθων<ί>αν, cf. δικιτώνιος).