ἀωροθάνατος
English (LSJ)
[θᾰ], ον, A untimely dead, Ar.Fr.663 (cj. Dind. for ἀωρὶ θαν., cf. Phryn.PSp.42B.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀωροθάνᾰτος: -ον, «ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανὼν ἀνὴρ ἢ γυνὴ» Α. Β. 24, 22, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 592 ὡς Δινδ. ἀντὶ ἀωρὶ θανάτῳ· πρβλ. ἀωροθανής, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 38469.
Spanish (DGE)
(ἀωροθάνᾰτος) -ον
• Prosodia: [-θᾰ-]
muerto prematuramente ἀ. ἀπέθανεν Ar.Fr.668 (pero cf. ἀωρί), ἀ. ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανών AB s.u.
Russian (Dvoretsky)
ἀωροθάνατος: безвременно умерший Arst.