ἄργιλλα

From LSJ
Revision as of 10:50, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄργιλλα Medium diacritics: ἄργιλλα Low diacritics: άργιλλα Capitals: ΑΡΓΙΛΛΑ
Transliteration A: árgilla Transliteration B: argilla Transliteration C: argilla Beta Code: a)/rgilla

English (LSJ)

or ἄργῑλα, ἡ, A underground dwelling, so called in Magna Graecia, Ephor.45, Eust.ad D.P.1166; cf. ἄργελλα. II = ἄργιλλος, Gal.12.438, 19.90.

German (Pape)

[Seite 345] ἡ. eine unterirdische Wohnung, im Dialect Groß-Griechenlands, Euphor. bei Strab. 5, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
demeure souterraine.
Étymologie: mot de Grande-Grèce.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): ἄργιλα Gal.12.438, Eust.in D.P.1166
1 vivienda subterránea en Magna Grecia, Ephor.134a, Eust.l.c., 1671.36.
2 arcilla Gal.l.c., Cic.Pis.59, Vitr.5.10.2, Plin.HN 17.27, Colum.3.11.9.
• Etimología: Prob. de la raíz de 1 ἀργός, q.u.; lat. argilla es prést. del gr.

Greek Monolingual

ἄργιλλα, η (Α)
1. υπόγειο οίκημα το οποίο ονομάζεται έτσι κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα
2. η άργιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Η σύνδεση της λ. άργιλλα ή άργιλα και άργελλα με τη λ. άργιλλος είναι αμφίβολη].

Greek Monotonic

ἄργιλλα: ή ἄργῑλα, ἡ, υπόγειο οίκημα, υπόγεια κατοικία, Έφορ. παρά Στράβ.

Frisk Etymological English

See also: ἄργελλα

Middle Liddell

ἄργιλλος, ἄργῑλος]
an underground dwelling, Ephorus ap. Strab.

Frisk Etymology German

ἄργιλλα: {árgilla}
See also: s. ἄργελλα.
Page 1,132