βιβλιοφάγος

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία
2. το αρσ. ως ουσ. έντομο που καταστρέφει το χαρτί ή το δέσιμο των βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -φάγος < (θ.) φαγ-, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω
πρβλ. αγγλ. bibliophage). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Βαλέτα].