θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
γυιοῡχος, -ον (Α)αυτός που δεσμεύει τα μέλη του σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑα (πρβλ. γυῑον) + -ουχος < έχω).