εγγύς

From LSJ
Revision as of 08:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

επίρρ. (AM ἐγγύς)
1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση
2. (για χρόνο) κοντά
3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω
4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως
5. οι εγγύς
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με τελικό -ς (πρβλ. άλις, ευθύς κ.ά.), για το οποίο υπάρχει αμφιβολία (αν είναι επιρρηματική ή ονοματική κατάληξη. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. είναι σύνθετη με την πρόθεση εν και μια αρχαία αμάρτυρη λέξη για το χέρι (βλ. εγγύη), με αρχική σημ. «κάτω από το χέρι». Κατ' άλλους, και με βάση το λατ. comminus «στα χέρια μαζί», το α' συνθετικό της λ. είναι το εν του εις (πρβλ. λατ. sem-el), ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το βαίνω].