δικτυεύς

From LSJ
Revision as of 08:54, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠεύς Medium diacritics: δικτυεύς Low diacritics: δικτυεύς Capitals: ΔΙΚΤΥΕΥΣ
Transliteration A: diktyeús Transliteration B: diktyeus Transliteration C: diktyeys Beta Code: diktueu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A one who fishes with nets, Str.8.7.2, Ael.NA1.12.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, Netzfischer, Ael. H. A. 1, 12; Strab. VIII p. 384.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυεύς: έως, ὁ, ὁ διὰ δικτύων ἁλιεύων, Στράβων 384, Αἰλ. π. Ζ. 1. 12.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
pescador con red Ael.NA 1.12, Str.8.7.2, Poll.7.137.

Greek Monolingual

δικτυεύς, ο (Α)
αυτός που ψαρεύει με δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + (επίθημα) -ευς (πρβλ. αλιεύς)].