κακομοίρης

From LSJ
Revision as of 10:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο (Μ κακομοίρης, -α)
1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος
2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο
άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος, κακοφτειαγμένος, μισερός
2. (για πρόωρα πεθαμένους) μακαρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μοίρα (πρβλ. καλομοίρης)].