κασιοβόρος
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
ον, A eating cassia, of a worm, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰσιοβόρος: -ον, τρώγων κασίαν, ἐπὶ σκώληκος, «κασιοβόρος· ἐν κασίᾳ γινόμενος σκώληξ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κασιοβόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.). (για σκουλήκι) αυτός που τρώγει κασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμο-βόρος, ψυχο-βόρος].