καψούρα

From LSJ
Revision as of 13:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

η
έντονο ερωτικό συναίσθημα που παραμένει ανικανοποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) με τη σημ. «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καμπ-ούρα, μουρμ-ούρα)].