κηροφόρος
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
-α, -ο (Α κηροφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κερί («κηροφόρο φυτό»)
νεοελλ.
αυτός που φέρει, που κρατά κερί
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo κηροφόρον
ο κηροστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρποφόρος.