κερδομανής

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -μανής (< θ. μαν- του μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναι-μανής, ιππο-μανής].