κολπόσπασμος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
ο
ιατρ. επώδυνος ακούσιος σπασμός τών μυών που περιβάλλουν τον κόλπο της γυναίκας που καθιστά αδύνατη τη συνουσία ή τή δυσκολεύει, αλλ. κολεόσπασμος, κολεϊσμός, κολπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + σπασμός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vaginisme. Η λ. στον τ. κολποσπασμός μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].