κοπρογενής
German (Pape)
[Seite 1483] ές, im Mist erzeugt, Sp.
Greek Monolingual
κοπρογενής, -ές (Μ)
1. αυτός που γεννήθηκε στην κοπριά
2. αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, υλη-γενής].