κοπριήμετος

Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A vomiting excrement, Hp.Epid.2.1.9.

German (Pape)

[Seite 1483] (ἐμέω), Koth ausbrechend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κοπριήμετος: -ον, ἐμῶν κόπρον, περιττώματα, Ἱππ. 1008F.

Greek Monolingual

κοπριήμετος, -ον (Α)
αυτός που κάνει εμετό κόπρανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + -ήμετος (< ἐμῶ «κάνω εμετό»), πρβλ. αν-ήμετος, δυσ-ήμετος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπριήμετος -ον [κόπριον, ἐμέω] ontlasting brakend.