κραίρα
From LSJ
Greek Monolingual
κραῑρα, ἡ (Α)
(κατὰ τὸν Ησύχ.)
1. κορυφή, κεφαλή
2. ακροστόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ-κραιρα, ὀρθό-κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί-χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < κρᾱ-ρή, κρᾱσ-ρ + κατάλ. -yα (για παρόμοια περίπτωση αναγωγής σε παρεκτεταμένη ή μη μορφή της ίδιας βαθμίδας της ίδιας ρίζας βλ. λ. κρανίον), συνδεόμενος στενά με τα κάρα, κέρας.
ΣΥΝΘ. αρχ. βοόκραιρος, δίκραιρος, εύκραιρος, ημίκραιρα, ισόκραιρος, μελάγκραιρα, ομόκραιρος, ορθόκραιρος, τανύκραιρος.