κυάνιο

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

το
χημ. ονομασία της μονοσθενούς ρίζας -G≡N η οποία απαντά τόσο στον τομέα της ανόργανης όσο και στον τομέα της ενόργανης χημείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyano (< κύανος). Η λ., στον λόγιο τ. κυάνιον, μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Α. Κρίνο].