λειοκάρηνος

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειοκάρηνος Medium diacritics: λειοκάρηνος Low diacritics: λειοκάρηνος Capitals: ΛΕΙΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: leiokárēnos Transliteration B: leiokarēnos Transliteration C: leiokarinos Beta Code: leioka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A smooth-headed, bald-headed, Poll.2.26.

German (Pape)

[Seite 24] glattköpfig, kahl, Poll. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

λειοκάρηνος: [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, Πολυδ. Β΄, 26.

Greek Monolingual

λειοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος, χρυσο-κάρηνος].