μεγαλόζωνος

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόζωνος Medium diacritics: μεγαλόζωνος Low diacritics: μεγαλόζωνος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: megalózōnos Transliteration B: megalozōnos Transliteration C: megalozonos Beta Code: megalo/zwnos

English (LSJ)

ον, A gloss on λιπαρόζωνος, Sch.E.Ph.175.

German (Pape)

[Seite 106] mit großem Gürtel, Schol. Eur. Phoen. 175.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόζωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ζώνην, Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 175.

Greek Monolingual

μεγαλόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά μεγάλη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ζώνη (πρβλ. καλλί-ζωνος)].