μολυβδοξύστης

Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
εργαλείο για ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα μολυβιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + ξύστης (< ξύω), πρβλ. ουρανο-ξύστης.