μονούατος

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονούᾰτος Medium diacritics: μονούατος Low diacritics: μονούατος Capitals: ΜΟΝΟΥΑΤΟΣ
Transliteration A: monoúatos Transliteration B: monouatos Transliteration C: monoyatos Beta Code: monou/atos

English (LSJ)

ον, A one-eared, with one handle, AP5.134.

German (Pape)

[Seite 205] einöhrig, mit einem Henkel, von einer Flasche, Ep. ad. 77 (V, 135).

Greek (Liddell-Scott)

μονούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον οὖς, μίαν λαβήν, Ἀνθ. Π. 5. 135.

Greek Monolingual

μονούατος, -ον (Α)
(για λαγήνι) μόνωτος, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ-ούατος, χρυσ-ούατος].

Russian (Dvoretsky)

μονούᾰτος: с одним ушком (sc. λάγυνος Anth.).