ἱστιόκωπος
From LSJ
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ἡ, A with oars and sails, a type of boat, Gell. 10.25.5.
Greek Monolingual
ἱστιόκωπος, ἡ (Α)
(ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος, φιλό-κωπος].
Russian (Dvoretsky)
ἱστιόκωπος: ἡ (sc. ναῦς) корабль, идущий и на парусах, и на веслах Gell.