ἱμαντοτόμος

Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, Riemenschneider, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντοτόμος: ὁ, ὁ τέμνων ἱμάντας, λωρία, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος, υλο-τόμος.