θεόγονος

Revision as of 17:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, A born of God, divine, E.Or.346.

German (Pape)

[Seite 1195] von Gott geboren, von den Göttern abstammend, Eur. Or. 846; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεόγονος: -ον, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, θεῖος, Εὐρ. Ὀρ. 346.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né d’un dieu, divin ; né de Dieu.
Étymologie: θεός, γίγνομαι.

Greek Monolingual

θεόγονος, -ον (Α)
γεννημένος από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. απόγονος, επίγονος].

Greek Monotonic

θεόγονος: -ον (γίγνομαι), ο γεννημένος από θεό, θεϊκός, ουράνιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θεόγονος: рожденный богами, божественного происхождения (γάμοι Eur.).

Middle Liddell

θεό-γονος, ον γίγνομαι
born of God, divine, Eur.