λεοντόβοτος
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
fed on by lions, χώρα Str. 16.1.24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.
Greek Monolingual
λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρόβοτος, ιππόβοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].
Middle Liddell
λεοντό-βοτος, ον βόσκω
fed on by lions, Strab.