κοπρόστομος
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
German (Pape)
[Seite 1483] mit unreinem, unfläthigem Munde, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοπρόστομος: -ον, ἔχων βρωμερὸν στόμα, ἀντίθετ. τῷ χρυσόστομος, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 51, 22.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κοπρόστομος, -ον)
βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -στομος (< στόμα), πρβλ. βρομόστομος, χρυσόστομος].