κοιλιοφορώς
From LSJ
κοιλιοφορῶς (Α)
επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοιλιο-φόρος < κοιλ-ία + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανηφόρος, τροπαιοφόρος.