μιαιγαμία

From LSJ
Revision as of 13:10, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐαιγᾰμία Medium diacritics: μιαιγαμία Low diacritics: μιαιγαμία Capitals: ΜΙΑΙΓΑΜΙΑ
Transliteration A: miaigamía Transliteration B: miaigamia Transliteration C: miaigamia Beta Code: miaigami/a

English (LSJ)

ἡ, A unlawful wedlock, in plural, Suid.

German (Pape)

[Seite 181] ἡ, Befleckung durch Ehe, Blutschande, Suid., nach μιαιφονία gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

μιαιγᾰμία: ἡ, παράνομος γάμος, Καισάριος 920.

Greek Monolingual

μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ)
μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιγάμος].