τάρες
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
gen. τάρων, shortened for τέτταρες, Amphis 30.11; cf. ταρτημόριον.
German (Pape)
[Seite 1071] τάρων, vulgäre Abkürzung für τέσσαρες, Amphis bei Ath. VI, 224 e (V. 11).
Greek (Liddell-Scott)
τάρες: γενικ. τάρων, συντετμημένον ἀντὶ τέτταρες, τάρων ὀβολῶν Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11, πρβλ. ταρτημόριον.
Greek Monolingual
Α
(συντετμημένος τ.) βλ. τέσσερεις.