ἀνοικτίρμων
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, gen. ονος, pitiless, merciless, S.Fr.659.8, AP7.303 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικτίρμων: -ον, ονος, ὁ μὴ οἰκτίρμων, ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Σοφ. Ἀποσπ. 587, Ἀνθ. Π. 7. 303.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié.
Étymologie: ἀ, οἰκτίρω.
Spanish (DGE)
-ον
implacable τις S.Fr.659, ἀνοικτίρμων τις ἔφυς θεός AP 7.303 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
ἀνοικτίρμων (AM) οικτίρμων
άσπλαχνος, άκαρδος.
Greek Monotonic
ἀνοικτίρμων: -ον, ανηλεής, άσπλαχνος, ανελέητος, σε Σοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοικτίρμων: 2, gen. ονος Soph., Anth. = ἄνοικτος.
Middle Liddell
pitiless, merciless, Soph., Anth.