ἀβέβαιος

From LSJ
Revision as of 15:43, 10 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβέβαιος Medium diacritics: ἀβέβαιος Low diacritics: αβέβαιος Capitals: ΑΒΕΒΑΙΟΣ
Transliteration A: abébaios Transliteration B: abebaios Transliteration C: avevaios Beta Code: a)be/baios

English (LSJ)

ον,
A unreliable, of remedies, Hp.Aph.2.27; ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (sc. πλοῦτος) Alex.281, cf. Men.128; ὀφθαλμὸς ἀβέβαιος = unsteady eye, Arist.HA492a12: metaph., τύχη Democr.176, cf. Plb. 15.34.2; αἰτία Epicur.Ep.3,p.65U.; φιλία Arist.EE1236b19; τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Hierocl. in CA2p.422M., Heraclit.Ep.7; ἐξ ἀβεβαίου = from an insecure position, Arr.An.1.15.2.
2 of persons, unstable, fickle, D.58.63, Arist.EN1172a9. Adv. ἀβεβαίως = changeably Men.Georg.Fr.2.

German (Pape)

[Seite 2] unbeständig, von Personen u. Sachen, (ὁ πλοῦτος) ἀβεβαιότατόν ἐστιν ὧν κεκτήμεθα, alex. bei Htob. Flor. 95, 8; ὁ δῆμος Dem. 53, 63; Plut. verb. es mit εὐμετάβολος, de superstit. 1o; τύχη Luc. Icarom. 4; τὸ τῆς τύχης ἀβ., die Unbeständigkeit, Char. 18; Pol. 15, 34. – Adv., ἀβεβαίως τρυφᾷ Men. bei Stob. 165, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβέβαιος: -ον, = ἀβέβαιος, ἀμφίβολος, περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. πλοῦτος) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. φιλία παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = ἀσταθής, ἀμφίβολος, κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non ferme, inconstant.
Étymologie: ἀ, βέβαιος.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseguro, incierto, inconstante τύχη Democr.B 176, δόξα, εὐτυχία Gorg.B 11.11, βίος Aesop.285.2, cf. GVI 116.4 (Renea I d.C.), φιλία Arist.EE 1236b19, πλοῦτος Alex.283, Men.Mon.73, πρᾶγμα Men.Dysc.797
de estados clínicos inestable, incierto Hp.Aph.2.27
de pers. inconstante, caprichoso δῆμος D.58.63, cf. Arist.EN 1172a9
subst. τὸ ἀβέβαιον = lo inseguro, la inseguridad τῆς τύχης Plb.15.34.2, cf. Hierocl.in CA 2 p.422, Heraclit.Ep.7 (p.72).
2 adv. ἀβεβαίως = inciertamente, de manera insegura ἀβεβαίως τρυφᾷ· τὸ τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ Men.Georg.fr.2, εἰκὴ καὶ ἀβεβαίως Ceb.7.2, ἀνερματίστως καὶ ἀβεβαίως Didym.2Cor.7.5, cf. Gal.9.775.

Greek Monotonic

ἀβέβαιος: -ον, 1. αμφίβολος, ασταθής, ευμετάβολος· τὸ ἀβέβαιον = ἡ ἀβεβαιότης, σε Λουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μη σταθερός, αναξιόπιστος, ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβέβαιος:
1) подвижный (ὀφθαλμός Arst.);
2) непостоянный, ненадежный, непрочный (φιλία Arst.; πρᾶγμα Men.; νίκη Plut.; τύχη Luc.);
3) переменчивый, ветреный (δῆμος Dem.).

Middle Liddell


1. uncertain, unsteady; τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Luc.
2. of persons, unstable, Dem., etc.