χαλκόλοφος
English (LSJ)
ον, A with bronze crest, Hsch. (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernem Helmkamm, ἱππιοχαίτης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον ἐκ χαλκοῦ, Ἡσύχ. (ὕποπτ.).
Greek Monolingual
-ον, Α
πιθ. αυτός που έχει χάλκινο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + λόφος (πρβλ. χρυσό-λοφος)].