προκαταβαίνω
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
A descend, of the foetus, Arist.HA583b31; εἰς τὸν ἀγῶνα D.S.15.85 (s.v.l.); step into a bath first, Gal.11.606.
German (Pape)
[Seite 728] (s. βαίνω), vorher herabgehen, herabsteigen, Arist. H. A. 7, 4; D. Cass. 61, 3.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταβαίνω: καταβαίνω πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1· εἰς τὸν ἀγῶνα Διόδ. 15. 85.
Greek Monolingual
Α καταβαίνω
1. (για έμβρυο) κατεβαίνω εκ τών προτέρων
2. εισέρχομαι στο λουτρό πρώτος.
Russian (Dvoretsky)
προκαταβαίνω: (тж. π. κάτω Arst.) спускаться вниз Arst., Diod.