καρηβαρία

Revision as of 11:37, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

Ion. καρηβαρίη, ἡ, = καρηβάρησις (heaviness in the head, headache, cephalalgia, megrim, migraine, pounding head, throbbing head), Hp. Acut. 49, Aph. 5.22, Arist. Somn. Vig 456b29, Porph. Abst. 1.28, Agath. 2.38 ; κ. βάκτρου, paraphrase for a 'knobby' stick, AP 9.249 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, = καρηβάρεια; ὀζαλέη Macc. 10 (IX, 249), v.l. auch bei den Medic.

Greek Monolingual

καρηβαρία και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) καρηβαρώ
1. πόνος του κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος
2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» — βάρος της κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾰρηβᾰρία:
1) увесистость головки, т. е. тяжеловесный набалдашник (βάκτρου Anth.);
2) ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρηβαρία -ας, ἡ, Ion. καρηβαρίη [καρηβαρής] zwaar gevoel in het hoofd, hoofdpijn. Hp.