ἀντίγραφον
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (Woodhouse)
copy, duplicate in writing, of a document
German (Pape)
[Seite 250] τό, u. bes. im plur., die Abschrift, Andoc. 1, 76; Lys. 23, 7 u. Folgd.; Inscr. 102.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
transcription, copie.
Étymologie: neutre de ἀντίγραφος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): dór. -γροφον IG 42.68.81 (Epidauro IV a.C.), IG 12(3).248.22 (Anafa II a.C.)
1 copia τᾶς δὲ ἐπερωτάσιος καὶ τοῦ χρησμοῦ ἀντίγροφον IG 12(3).l.c., de cuentas, Arist.Pol.1309a11, PWisc.30.3.5 (III d.C.), de una notificación judicial, D.25.47, de un acta ἐξέπεμψεν ἀντίγραφα τῷ βασιλεῖ Plu.2.577f, cf. Lys.32.7, τῆς ἐπιστολῆς I.AI 13.126, cf. 17.145, Luc.Herm.40, de un tratado, Sch.D.T.391.23, cf. 404.19, A.D.Adu.156.20, de ejemplares de una edición publicada por Ático Ἀττικιανὰ ἀντίγραφα Harp.s.u. Ἀργᾶς, de documentos oficiales (τοὺς γραμματεῖς) ε[ὔσημα ἀν] τίγροφα [ἔχοντ] ας IG 42.l.c., cf. IEphesos 4A.22 (III a.C.), Decr. en And.Myst.79, PAlex.Giss.243, 36.1 (II d.C.), POxy.2666.2.1 (IV d.C.), PWisc.16.10 (II d.C.), 31.ue.8 (II d.C.), CPR 1.4.1 (I d.C.)
•fig. ejemplo ἐξ ἀντιγράφου πατρῴου Plu.2.480f.
2 receta médica, Orib.Ec.96.1.
3 carta Chrys.M.52.677.
4 respuesta Synes.Ep.6 (p.120).
Greek Monolingual
το (Α ἀντίγραφος, ἀντίγραφον)
1. έγγραφο που είναι προϊόν αντιγραφής
2. πιστή απομίμηση έργου τέχνης.
νεοελλ.
1. καθετί που είναι παρόμοιο με το αυθεντικό («αντίγραφο του πατέρα του»)
αρχ.
αυτός που έχει γραφεί δύο φορές.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίγρᾰφον: τό копия, дубликат Lys., Arst., Dem., Plut.