φρατρικός

Revision as of 20:15, 22 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ή, όν, = φρατριακός, of a phratry, ἐκκλησία φρατρική = curiate assembly, Lat. comitia curiata, D.H.4.20.

German (Pape)

[Seite 1304] = φρατριακός; Ath. 185 c; ἐκκλησία φρατρική, die comitia curiata der Römer, D. Hal. 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

φρατρικός: -ή, -όν, = φρατριατικός˙ ἐκκλησία φρατρικὴ = Λατ. comitia curiata, Διον. Ἁλ. 4. 20.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φράτρα / φρατρία]
φρατριατικός.