εντόσθιος
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
(AM ἐντόσθιος, -ον)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια
1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα του ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά
2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται
3. μτφ. τα παιδιά, τα τέκνα (κυρίως σε σχέση με τη μητέρα) («καὶ γὰρ οἱ παῖδες σπλάγχνα λέγονται ώς ἐντόσθια»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάτι («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)
2. εντερικός.