χέλυο

From LSJ
Revision as of 17:56, 9 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

χέλυο, το / χέλυον, ΝΑ χέλυς, -υος]
το όστρακο της χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα.