κουβούκλιο
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Greek Monolingual
και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ κουβούκλιον και κουβοῦκλιν και κουβικούλιον)
κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη
νεοελλ.
1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες
2. φρ. «το κουβούκλιο του Επιταφίου» — το θολωτό ιερό κενοτάφιο στο οποίο εναποτίθεται κατά τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η οθόνη του Επιταφίου
νεοελλ.-μσν.
κιβώτιο
μσν.
κλουβί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. ρ. cubo «κοιμάμαι») με αφομοίωση του -ι- σε -ου- και συγκοπή του -κ-].