κοινώ

From LSJ
Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

κοινῶ, -όω (Α) κοινός
1. κάνω γνωστό σε κάποιον κάτι, κοινοποιώ, μεταδίδω σε κάποιον κάτι, γνωστοποιώ, ανακοινώνω σε κάποιον κάτι (α. «τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.)
β. «νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν», Πίνδ.)
2. κάνω κάποιον μέτοχο ενός πράγματος
3. μιαίνω, μολύνω
4. μέσ. κοινοῦμαι, -όομαι
α) (σχετικά με θεούς ή με μαντεία) συμβουλεύομαι
β) συμφωνώ με κάποιον
γ) βάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
δ) συμμετέχω σε κάτι
ε) ενεργώ από κοινού με κάποιον άλλο
στ) θεωρώ ως ακάθαρτο ή βέβηλο
ζ) παθ. κοινοῦμαι, -όομαι
συνουσιάζομαι
η) φρ. «κοινοῦμαι χρώματι» — χρωματίζομαι (Πλάτ.).