εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
κρηνοῦχος, -ον (Α)(για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].